-
1 панно
-
2 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат
-
3 сверло
το τρυπάνι, το τριβέλι, το δρά-πανοспиральное - σπειροειδές -, ελικοειδές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сверло
-
4 бур
бурм тех. τό τρύπανο[ν], τό γεωτρύ-πανο[ν]. -
5 портянка
портянкаж τό ποδοπάνι, τό ποδό-πανο. -
6 сгоряча
сгоряча́нареч разг πάνο στήν ἔξαψη, πάνω στήν παράφορα, πάνω στό θυμό. -
7 тряпка
тря́п||каж1. τό κουρέλι, τό ράκος, ἡ πατσαβούρα:половая \тряпка τό σφουγγαρό-πανο· \тряпка для пыли τό ξεσκονόπανο· \тряпка для рук τό χεροπάνι·2. \тряпкаки мн. (о нарядах) τά ροῦχα, τά φορέματα·3. (о человеке) разг презр. ὁ ἄνθρωπος χωρίς χαρακτήρα. -
8 транспарант
[τρανσπαράντ] ουσ. α. πανό -
9 транспарант
[τρανσπαράντ] ουσ α πανό
См. также в других словарях:
πανό — και πανώ, το 1. λεία επιφάνεια η οποία περιβάλλεται από πλαίσιο που προεξέχει 2. σανίδα για ζωγραφική 3. λωρίδα από ύφασμα, πλαστικό ή χαρτί στερεωμένη σε ξύλα ή κρεμασμένη σε τοίχο στην οποία αναγράφονται διάφορα, συνήθως πολιτικά, συνθήματα ή… … Dictionary of Greek
ιστιόπανο(ν) — το χοντρό ανθεκτικό ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται τα ιστία και οι τέντες τών πλοίων, το καραβόπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πανο (< πανί), πρβλ. καραβό πανο, σφουγγαρό πανο. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
Έρνι, Χανς — (Hans Erni, Λουκέρνη 1909 –). Ελβετός ζωγράφος. Φοίτησε πρώτα στο Παρίσι, στην Ακαδημία Ζιλιάν (1928 29) και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Βερολίνου (1929 30). Στα συχνά ταξίδια του ήρθε σε επαφή με καλλιτέχνες διαφόρων τάσεων όπως … Dictionary of Greek
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Dimokratias Square (Agrinio) — For other uses, see Dimokratias Square. Dimokratias Square (Greek: Πλατεία Δημοκρατίας Plateia or Platia Dimokratias) is the central square of the city of Agrinio. The square was created in 1879 when Michail Bellos (Μιχαήλ Μπέλλος) was mayor,… … Wikipedia
Deftera — Deftera, officially split into the two municipalities Pano Deftera (Πανο Δευτερα) and Kato Deftera (Κατω Δευτερα) , is a suburb located 11km south of Nicosia. It is the hometown of the Cypriot poet Kougiallis. The area is famous for the Panayia… … Wikipedia
DEDICANDI Ritus — antiquissimo in usu. Et apud Hebraeos qui [Gap desc: Hebrew]; apud Graecos ἐγκαινίζειν et ἐγκαίνια et ἐγκαινι???μὸς, idem, quodLatinis Initiare ac Initia, seu Initiamenta ac dedicare et Dedicatio est, consecratio sc. seu usibus sacris cultuique… … Hofmann J. Lexicon universale
PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba … Hofmann J. Lexicon universale
αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… … Dictionary of Greek
γλυκύς — Επώνυμο τυπογράφων και εκδοτών του 17ου και του 18ου αι. Το επώνυμο αναφέρεται και με τη γραφή Γλυκής. 1. Νικόλαος (Ιωάννινα 1619 – Βενετία 1693). Ιδρυτής του σπουδαιότερου ελληνικού εκδοτικού οίκου της Βενετίας. Αρχικά ασχολήθηκε με εμπορικές… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek